- συντεταγμένος
- συντάσσωput in order togetherperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
SOLOE vel SOLI — SOLOE, vel SOLI civitas insignis Ciliciae, maritima, ab Achivis et Rhodiis aedificata, Arati, Chrysippi, et Philemonis Comici patria; Hîc fons erat, qui olci vicem expleret, Plin. l. 31. c. 2. Stephanus a Solone conditam scribit; postea… … Hofmann J. Lexicon universale
δίγλωσσος — η, ο (Α σσος, ον και ττος, ον) 1. αυτός που έχει δύο γλώσσες 2. αυτός που μιλά δύο γλώσσες 3. (για επιγραφές, βιβλία, νόμους κ.λπ.) ο συντεταγμένος σε δύο γλώσσες νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το δίγλωσσο αρχ. 1. δόλιος, απατηλός («οὕτως ὁ ἁμαρτωλὸς ὁ… … Dictionary of Greek
ευσύντακτος — εὐσύντακτος, ον (Α) αυτός που είναι συντεταγμένος καλά 2. (για γραπτό ή προφορικό λόγο) αυτός που έχει καλή σύνταξη, καλό ύφος. επίρρ... εὐσυντάκτως (ΑΜ) με ευσύντακτο τρόπο, με καλή σύνταξη μσν. με καλή στρατιωτική παράταξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ +… … Dictionary of Greek
κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… … Dictionary of Greek
πεντάγλωσσος — η, ο 1. (για κείμενο, βιβλίο) αυτός που είναι συντεταγμένος σε πέντε γλώσσες («πεντάγλωσσο λεξικό») 2. (για πρόσ.) αυτός που μιλά πέντε γλώσσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + γλώσσα (πρβλ. δί γλωσσος)] … Dictionary of Greek
συντακτός — ή, όν, Α [συντάσσω] 1. συντεταγμένος με κάποιον 2. φρ. «πρᾱγμα συντακτὸν περί τινος» (ως ορισμός) το κατηγόρημα (Διογ. Βαβ.) … Dictionary of Greek
συντεταγμένως — ΜΑ επίρρ. με συμφωνημένους όρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συντεταγμένος τού συντάσσω + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek